- ανεγκαινίαστος
- -η, -οαυτός που δεν εγκαινιάστηκε: Η καινούρια εκκλησία της ενορίας μας είναι ακόμη ανεγκαινίαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκαίνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων) 2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ.… … Dictionary of Greek
αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… … Dictionary of Greek